Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πρωτοβουλίας προσέλκυσης επενδυτών, το ιστορικό φρούριο του Μπούρτζι στο Ναύπλιο περιλαμβάνεται ανάμεσα στα ακίνητα που παρουσιάζονται στη διεθνή έκθεση ακινήτων MIPIM στις Κάννες. Η κίνηση αυτή, που εντάσσεται στη στρατηγική του Υπερταμείου και της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ), στοχεύει στην αξιοποίηση επιλεγμένων τοποθεσιών, με στόχο την οικονομική ανάπτυξη και την ανάδειξη ιστορικών και τουριστικών σημείων της χώρας.
Επενδυτική προβολή και σχέδιο αξιοποίησης
Το Μπούρτζι, μαζί με άλλα εμβληματικά ακίνητα, εντάσσεται στην κατηγορία της «αστικής ανάπλασης», η οποία περιλαμβάνει έργα όπως η ανάπλαση της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ), η αξιοποίηση του Αχιλλείου στην Κέρκυρα, οι ιαματικές πηγές στις Θερμοπύλες και η μετατροπή του γηπέδου Τάε-Κβο-Ντο σε συνεδριακό κέντρο. Η παρουσίαση στο διεθνές επενδυτικό κοινό έχει ως στόχο τη διαμόρφωση βιώσιμων και αναπτυξιακών προτάσεων για αυτά τα σημεία, αξιοποιώντας την πολιτιστική και ιστορική τους αξία.
Αντιδράσεις και πολιτική διάσταση
Η πρωτοβουλία αυτή έχει προκαλέσει αντιδράσεις, με εκπροσώπους της αντιπολίτευσης να εκφράζουν ανησυχία για τον τρόπο διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Η βουλευτής Αχαΐας, Σία Αναγνωστοπούλου, κατήγγειλε την παρουσίαση του Μπούρτζι στους επενδυτές, χαρακτηρίζοντάς την ως «αυθαίρετη» και «προσβλητική για την ιστορική και πολιτιστική μας κληρονομιά».
Η ιστορία του Μπούρτζι
Το Μπούρτζι είναι ένα ενετικό φρούριο του 15ου αιώνα, το οποίο δεσπόζει σε μικρό νησί στο λιμάνι του Ναυπλίου. Αρχικά σχεδιασμένο για την προστασία της πόλης από θαλάσσιες επιδρομές, το φρούριο έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ελληνική ιστορία, ιδιαίτερα κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Με την πάροδο των ετών, υπηρέτησε διάφορους ρόλους, από στρατιωτικό οχυρό μέχρι ξενοδοχείο υψηλών προδιαγραφών τη δεκαετία του 1930.
Σήμερα, το Μπούρτζι αποτελεί έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους τουριστικούς προορισμούς της Ελλάδας, προσελκύοντας χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο. Η προοπτική αξιοποίησής του από ιδιώτες επενδυτές εγείρει ερωτήματα σχετικά με το μέλλον του μνημείου και την προστασία της ιστορικής του φυσιογνωμίας.