Ο Μάνος, ένας συνηθισμένος τύπος, βρίσκει ένα παλιό λυχνάρι στο πατάρι του σπιτιού του. Το τρίβει και εμφανίζεται ένα τζίνι.
Τζίνι: «Έχω τη δύναμη να πραγματοποιήσω τρεις ευχές. Πες μου τις και θα τις εκπληρώσω.»
Μάνος: «Ωραία! Θέλω να έχω ατελείωτο χρήμα!»
Τζίνι: «Ευχή σου!»
Ξαφνικά, ο Μάνος βρίσκεται περικυκλωμένος από τόνους χαρτονομισμάτων.
Μάνος: «Απίστευτο! Τώρα θέλω να έχω απεριόριστη γνώση!»
Τζίνι: «Ευχή σου!»
Ο Μάνος νιώθει το μυαλό του να γεμίζει με αμέτρητες πληροφορίες και γνώσεις.
Μάνος: «Τέλεια! Και για την τελευταία μου ευχή…»
Τζίνι: «Πες μου!»
Μάνος: «Θέλω να μην χρειάζομαι ποτέ ξανά να δουλέψω!»
Τζίνι: «Ευχή σου!»
Ξαφνικά, ο Μάνος βρίσκεται πίσω στο πατάρι του σπιτιού του, με το λυχνάρι στο χέρι.
Μάνος: «Περίμενε, πώς έγινε αυτό;»
Τζίνι: «Α, ξέχασα να σου πω. Η τρίτη σου ευχή ήταν να μην χρειάζεσαι ποτέ ξανά να δουλέψεις. Οπότε, δεν έκανες τίποτα από τις άλλες δύο!»