Τα τελευταία χρόνια, η ενοικίαση και η αγορά θέσεων στάθμευσης, ειδικά ανοιχτού χώρου, έχει εξελιχθεί σε μία από τις πιο δυναμικές και προσοδοφόρες τάσεις στην ελληνική αγορά ακινήτων. Η αυξανόμενη ζήτηση, σε συνδυασμό με την περιορισμένη προσφορά και την ένταση του κυκλοφοριακού προβλήματος στα μεγάλα αστικά κέντρα, έχει καταστήσει τις θέσεις πάρκινγκ ένα επενδυτικό προϊόν υψηλής αξίας.
Στο κέντρο της Αθήνας, οι τιμές για την ενοικίαση μιας απλής θέσης στάθμευσης έχουν εκτοξευθεί. Σε περιοχές υψηλής ζήτησης, όπως το Κολωνάκι, το Παγκράτι και ο Λυκαβηττός, τα ενοίκια κυμαίνονται από 200 έως 700 ευρώ μηνιαίως, τιμές που θυμίζουν μικρά διαμερίσματα. Η τάση αυτή δεν περιορίζεται στο κέντρο, καθώς και στα βόρεια ή νότια προάστια οι τιμές ακολουθούν ανοδική πορεία, επηρεασμένες από την έλλειψη διαθέσιμων χώρων.
Αντίστοιχα, η αγορά θέσεων στάθμευσης έχει μετατραπεί σε μια εναλλακτική επενδυτική ευκαιρία για πολλούς ιδιώτες ή εταιρείες. Οι τιμές πώλησης ξεπερνούν πολλές φορές τις προσδοκίες, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις μια θέση μόλις 12-18 τετραγωνικών μέτρων μπορεί να πωλείται περισσότερο από 100.000 ευρώ. Αυτό οφείλεται τόσο στη σπανιότητα όσο και στη μεγάλη ανάγκη των κατοίκων για ασφαλή και σταθερό χώρο στάθμευσης.
Την ίδια στιγμή, η τεχνολογία έχει κάνει πιο εύκολη τη διαχείριση αυτών των χώρων. Πλατφόρμες και εφαρμογές επιτρέπουν πλέον την ενοικίαση θέσεων στάθμευσης με ευελιξία, ακόμα και ανά ώρα ή ημέρα, ενώ η διαλειτουργικότητα με συστήματα αυτόματης αναγνώρισης πινακίδων και ηλεκτρονικής πληρωμής απλοποιούν τη διαδικασία για ιδιοκτήτες και χρήστες.
Το ενδιαφέρον για τις θέσεις πάρκινγκ ενισχύεται και από την αύξηση του αριθμού των οχημάτων, την έλλειψη δημόσιων χώρων στάθμευσης, αλλά και την αλλαγή στις συνήθειες μετακίνησης. Σε πολλές περιπτώσεις, η ύπαρξη ή μη ιδιωτικού πάρκινγκ επηρεάζει πλέον άμεσα την αξία ενός ακινήτου.
Συνολικά, οι ανοιχτοί χώροι στάθμευσης έχουν πάψει να θεωρούνται απλώς βοηθητικοί. Σήμερα αντιμετωπίζονται ως ανεξάρτητα, κερδοφόρα επενδυτικά στοιχεία με ξεκάθαρο ρόλο στη διαμόρφωση της νέας αστικής πραγματικότητας. Καθώς οι μετακινήσεις αυξάνονται και οι διαθέσιμοι χώροι περιορίζονται, η αξία τους προβλέπεται να συνεχίσει να ανεβαίνει.