“Η αλήθεια για τη θερμοκρασία του σώματος – Ποια είναι η φυσιολογική τιμή για έναν υγιή άνθρωπο;”

Τον 19ο αιώνα, ο Γερμανός ιατρός Carl Wunderlich καθιέρωσε την έννοια της φυσιολογικής θερμοκρασίας του ανθρώπινου σώματος, ορίζοντάς την στους 37 βαθμούς Κελσίου. Με την πάροδο των ετών, η εκτίμηση αυτή προσαρμόστηκε και πλέον το αποδεκτό πρότυπο έχει διαμορφωθεί στους 36,6 βαθμούς Κελσίου.

Ωστόσο, σύγχρονες επιστημονικές μελέτες υποδηλώνουν ότι αυτή η τιμή ενδέχεται να μην αντικατοπτρίζει απόλυτα την πραγματικότητα. Νεότερα δεδομένα δείχνουν ότι η θερμοκρασία ενός υγιούς ατόμου μπορεί να είναι ελαφρώς χαμηλότερη από την καθιερωμένη.

Για παράδειγμα, μία βρετανική έρευνα το 2017 επιβεβαίωσε το ιστορικό πρότυπο των 36,6 βαθμών Κελσίου, ενώ μια μεταγενέστερη αμερικανική μελέτη κατέγραψε μια τάση μείωσης. Συγκεκριμένα, το 2019, η μέση θερμοκρασία των κατοίκων του Πάλο Άλτο στην Καλιφόρνια ήταν μόλις 36,4 βαθμοί Κελσίου. Παρόμοιες μειώσεις έχουν εντοπιστεί και σε διαφορετικές κοινότητες, όπως στους αγρότες της Βολιβίας και στη φυλή Tsimane, όπου καταγράφηκε πτώση της θερμοκρασίας κατά 0,05 βαθμούς Κελσίου ετησίως τα τελευταία χρόνια, με τη σημερινή μέση τιμή να φτάνει τους 36,5 βαθμούς Κελσίου.

Το φαινόμενο αυτό έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, με ερευνητές από διάφορους τομείς, όπως η ιατρική και η ανθρωπολογία, να μελετούν τις αιτίες του. Επικεφαλής της σχετικής έρευνας είναι ο καθηγητής Michael Gurven από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα. Σύμφωνα με τα ευρήματα της ομάδας του, η μείωση της θερμοκρασίας οφείλεται σε πολλαπλούς παράγοντες.

Ο καθηγητής Gurven επισημαίνει ότι δεν υπάρχει μια ενιαία φυσιολογική θερμοκρασία που να ισχύει για όλους τους ανθρώπους ανά πάσα στιγμή. Παρόλο που η διαπίστωση αυτή δεν αναμένεται να επηρεάσει άμεσα την ιατρική πρακτική, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη στην ανάλυση της υγείας μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων.

Ένας από τους βασικούς λόγους της μεταβολής αυτής είναι η συνολική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και της υγείας. Καθώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν λιγότερες ασθένειες, το σώμα καταναλώνει λιγότερη ενέργεια για την καταπολέμησή τους, κάτι που επηρεάζει τη θερμοκρασία του οργανισμού. Επιπλέον, στις ανεπτυγμένες χώρες, η ευρεία χρήση συστημάτων κλιματισμού και θέρμανσης μειώνει το ενεργειακό κόστος της θερμορύθμισης, γεγονός που ενδέχεται να συμβάλλει στη σταδιακή πτώση της μέσης θερμοκρασίας του σώματος.

Οι επιστήμονες έχουν μελετήσει επίσης πληθυσμούς που δεν έχουν επηρεαστεί έντονα από την τεχνολογική πρόοδο και τις σύγχρονες ιατρικές παρεμβάσεις. Για παράδειγμα, η φυλή Tsimane δεν χρησιμοποιεί προηγμένα συστήματα ψύξης και θέρμανσης, αλλά έχει πρόσβαση σε ορισμένες σύγχρονες ανέσεις, όπως τα βιομηχανικά ρούχα. Οι αλλαγές στη θερμοκρασία, λοιπόν, φαίνεται πως είναι αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων που συνδέονται με τη συνολική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης.

Είναι σαφές ότι οι άνθρωποι σήμερα ζουν κάτω από πολύ πιο ευνοϊκές συνθήκες σε σύγκριση με τον 19ο αιώνα, κάτι που μπορεί να επηρεάζει σημαντικά τη φυσιολογία τους, συμπεριλαμβανομένης της μέσης θερμοκρασίας του σώματος.