Η παραοικονομία στην Ελλάδα αγγίζει το 36% του ΑΕΠ – Τα στοιχεία για τις χώρες της Ε.Ε.
Η παραοικονομία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους ανασταλτικούς παράγοντες για την ανάπτυξη και τη σταθερότητα των εθνικών οικονομιών, στερώντας πολύτιμους πόρους από το κράτος και δημιουργώντας ανισότητες. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Οικονομικής Πολιτικής Έρευνας (CEPR), η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, με την παραοικονομία να αντιστοιχεί στο 36% του ΑΕΠ, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου των ανεπτυγμένων οικονομιών (17%).
Η κατάταξη των χωρών
Μετά την Ελλάδα, ακολουθούν η Ιταλία με 31% και η Ισπανία και η Πορτογαλία με 24%, ενώ χώρες της Βαλτικής, όπως η Λιθουανία, η Λετονία και η Βουλγαρία, καταγράφουν ποσοστά κοντά στο 20%. Αντίθετα, σε πολύ χαμηλά επίπεδα παραμένουν η Γαλλία (14%), η Γερμανία (13%) και χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, όπως η Αυστρία, η Δανία και η Σουηδία (9%-6%). Τη χαμηλότερη παραοικονομία εμφανίζει το Βέλγιο, με μόλις 5%.
Οι επιπτώσεις της παραοικονομίας
Η σκιώδης οικονομία περιλαμβάνει δραστηριότητες όπως η φοροδιαφυγή, η αδήλωτη εργασία και οι μη καταγεγραμμένες συναλλαγές, υπονομεύοντας τη φορολογική δικαιοσύνη και μειώνοντας τα διαθέσιμα κονδύλια για βασικές κοινωνικές υπηρεσίες, όπως η υγεία και η εκπαίδευση.
Διαχρονική τάση και προκλήσεις
Από το 1999 έως το 2020, η παραοικονομία στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 4%, ενώ σε χώρες όπως η Ισπανία και η Λετονία η αύξηση έφτασε το 7%. Σε αντίθεση, χώρες με ισχυρούς μηχανισμούς ελέγχου, όπως η Γερμανία και η Αυστρία, κατέγραψαν οριακές αυξήσεις της τάξεως του 1%.
Η αντιμετώπιση της παραοικονομίας αποτελεί ζήτημα ύψιστης σημασίας για τη χώρα, απαιτώντας ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών και καλλιέργεια φορολογικής συνείδησης, ώστε να διασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη και η κοινωνική δικαιοσύνη.