Αυτή είναι η ιστορία ενός Μανιάτη μετανάστη που εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, αλλά επέστρεψε κρυφά στην πατρίδα του για να εκδικηθεί τον εραστή της συζύγου του—ένα έγκλημα που αποκαλύφθηκε χρόνια αργότερα, λίγο πριν τον θάνατό του.
Το ταξίδι της ξενιτιάς και η προδοσία
Στις αρχές του 20ού αιώνα, πολλοί Μανιάτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη φτωχική τους ζωή και να αναζητήσουν μια καλύτερη μοίρα στην Αμερική. Ανάμεσά τους ήταν κι ένας άντρας που αποχαιρέτησε τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του, υποσχόμενος να επιστρέψει έπειτα από πέντε χρόνια. Όμως, ένα γράμμα από το χωριό άλλαξε τα πάντα.
Ένας συγχωριανός τον ενημέρωσε ότι η σύζυγός του είχε παράνομη σχέση με έναν άλλον άντρα και τον προέτρεψε είτε να επιστρέψει είτε να πάρει μαζί του τα παιδιά, για να μη διασυρθεί η οικογένεια. Χωρίς να αποκαλύψει τίποτα, επιβιβάστηκε σε πλοίο και γύρισε στη Μάνη, αποφασισμένος να σκοτώσει τον εραστή της γυναίκας του.
Το τέλειο έγκλημα
Φτάνοντας στην Ελλάδα, δεν πήγε στο χωριό του αλλά κρύφτηκε στα βουνά, περιμένοντας να τους δει με τα ίδια του τα μάτια. Δύο νύχτες παραμόνευε δίπλα στο ρέμα. Τη δεύτερη, όταν ο εραστής αποχωρούσε ανυποψίαστος, τον σταμάτησε και τον εκτέλεσε εν ψυχρώ.
Χωρίς να αφήσει ίχνη, έφυγε αμέσως για την Πάτρα και επιβιβάστηκε ξανά στο πλοίο για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρόλο που το χωριό αναστατώθηκε, λόγω των βεντετών κανείς δεν αναζήτησε τον δράστη και το έγκλημα ξεχάστηκε.
Η εξομολόγηση πριν το τέλος
Έπειτα από δέκα χρόνια, ο μετανάστης επέστρεψε μόνιμα στη Μάνη. Έχτισε ένα μεγάλο σπίτι, μεγάλωσε τα παιδιά του και συνέχισε τη ζωή του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Δεν αποκάλυψε ποτέ το μυστικό του ούτε στη γυναίκα του, που πέθανε πρώτη.
Λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, βαριά άρρωστος, ζήτησε να εξομολογηθεί στον ιερέα του χωριού. «Εγώ τον σκότωσα, πάτερ», του είπε. «Όταν πεθάνω, πες σε όλους πως μετάνιωσα. Ο Θεός να με συγχωρέσει».
Έτσι, το τέλειο έγκλημα που είχε μείνει κρυφό για δεκαετίες αποκαλύφθηκε τελικά από τα χείλη του ίδιου του φονιά, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή.