Τα δεδομένα που αρχικά οδήγησαν τους επιστήμονες να εξετάσουν το ενδεχόμενο συσχέτισης μεταξύ της ηφαιστειακής και της σεισμικής δραστηριότητας στη Σαντορίνη, εξηγεί στο CNN Greece ο Διονύσιος Γκούτης, γενικός διευθυντής της Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ). Όπως υπογραμμίζει, με την πάροδο του χρόνου έγινε σαφές ότι η συσχέτιση αυτή δεν υφίσταται.
«Στην αρχή του φαινομένου παρατηρήσαμε έντονη σεισμική ακολουθία μέσα στην Καλδέρα, γύρω από τις περιοχές της Παλαιάς και της Νέας Καμένης, γεγονός που θύμιζε έντονα την κρίση του ηφαιστείου που είχαμε το 2011», αναφέρει ο κ. Γκούτης, προσθέτοντας ότι υπήρχε απόλυτη ταύτιση των επικέντρων των σεισμών με εκείνα του παρελθόντος.
Ωστόσο, όπως σημειώνει, η εικόνα αυτή άλλαξε σταδιακά. «Οι σημαντικοί σεισμοί μέσα στην Καλδέρα σταμάτησαν. Η εκτίμηση των επιστημονικών επιτροπών, τόσο της Επιτροπής Σεισμικού Κινδύνου όσο και της Επιτροπής Ηφαιστειακού Κινδύνου του ΟΑΣΠ, είναι ότι η τρέχουσα σεισμική ακολουθία που παρατηρείται βορειοανατολικά της Σαντορίνης δεν σχετίζεται με ηφαιστειακή δραστηριότητα προς το παρόν», υπογραμμίζει.
Ο κίνδυνος είναι σεισμικός, όχι ηφαιστειακός
Σύμφωνα με τον κ. Γκούτη, η προσοχή θα πρέπει να δοθεί στον σεισμικό κίνδυνο και όχι στον ηφαιστειακό. «Ο γεωκίνδυνος που αντιμετωπίζουμε αφορά κυρίως την εκδήλωση ενός σεισμού και τις επιπτώσεις που θα έχει, ανάλογα με το επίκεντρο και το βάθος του».
Τα σημάδια από τα τέλη Αυγούστου
Η ηφαιστειακή δραστηριότητα – η οποία αποτελεί διαφορετικό φαινόμενο από τη σεισμική – άρχισε να δίνει κάποια σημάδια από τα τέλη Αυγούστου, όπως παρατήρησαν οι επιστήμονες. Όμως, όπως εξηγεί ο κ. Γκούτης, χρειάστηκε να περάσει αρκετός χρόνος ώστε να συγκεντρωθούν επαρκή επιστημονικά δεδομένα που να τεκμηριώνουν τη δραστηριότητα αυτή.
«Δεν μπορούσαμε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα πριν φτάσουν τα στοιχεία σε σημείο ωριμότητας», τονίζει, προσθέτοντας πως μόλις οι επιστήμονες είχαν στα χέρια τους τεκμηριωμένα δεδομένα, ενημερώθηκε η Πολιτική Προστασία και συγκλήθηκε η πρώτη σύσκεψη. Εκεί λήφθηκαν τα πρώτα μέτρα για την αντιμετώπιση ενός ενδεχόμενου σεναρίου έντονης δραστηριότητας, το οποίο τελικά φαίνεται να βρίσκεται σε ύφεση.
Το σχέδιο «ΤΑΛΩΣ 2» και η διαχείριση του κινδύνου
Η Πολιτεία διαθέτει επιχειρησιακό σχέδιο για τον ηφαιστειακό κίνδυνο, το οποίο ονομάζεται «ΤΑΛΩΣ 2». Όπως επισημαίνει ο κ. Γκούτης, το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα που ενεργοποιούνται όταν κρίνεται απαραίτητο.
«Στην περίπτωση ηφαιστειακού κινδύνου, δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει ο πολίτης. Η διαχείριση του κινδύνου ανήκει αποκλειστικά στην Πολιτεία», εξηγεί ο ίδιος.
Τα κοινά χαρακτηριστικά με την περίοδο 2011-2012
Ο κ. Γκούτης σημειώνει πως η πρόσφατη σεισμική δραστηριότητα παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνη της περιόδου 2011-2012. Τότε, υπήρχε έντονη σεισμική ακολουθία με μικρούς σεισμούς στο εσωτερικό της Καλδέρας, όμως η ηφαιστειακή δραστηριότητα επανήλθε σταδιακά στην πρότερη ηρεμία της χωρίς να προκαλέσει κάποιο γεγονός.
«Κάτι παρόμοιο φαίνεται να συμβαίνει και τώρα, με βάση τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας», σημειώνει.
Προς το παρόν, το φαινόμενο βρίσκεται σε ύφεση. Οι επιστήμονες συνεχίζουν να παρακολουθούν την κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα δεδομένα από τα όργανα που είναι εγκατεστημένα στο ηφαίστειο και τις δορυφορικές εικόνες της τοπογραφίας της περιοχής.
Μπορεί η σεισμική δραστηριότητα να προκαλέσει ηφαιστειακή έκρηξη;
Απαντώντας στο ερώτημα αν η σεισμική δραστηριότητα μπορεί να πυροδοτήσει ηφαιστειακή έκρηξη, ο κ. Γκούτης είναι κατηγορηματικός: «Δεν βρισκόμαστε σε αυτή τη φάση. Δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για υποθετικά σενάρια που είναι απίθανο να συμβούν ή δεν έχουν καταγραφεί ποτέ στο παρελθόν».
«Πρέπει να μάθουμε να διαχειριζόμαστε τις φυσικές καταστροφές»
Ο κ. Γκούτης υπογραμμίζει τη σημασία της ψύχραιμης αντιμετώπισης των φυσικών φαινομένων.
«Η Ελλάδα είναι γεωδυναμικά ενεργή περιοχή και αυτά τα φαινόμενα είναι συνηθισμένα. Είναι σημαντικό οι πολίτες να ενημερώνονται από αξιόπιστες πηγές και να ακολουθούν τις οδηγίες των αρμόδιων φορέων. Η ψυχραιμία και η σωστή ενημέρωση είναι τα βασικά εργαλεία για την ασφαλή διαχείριση τέτοιων φαινομένων», καταλήγει ο κ. Γκούτης.