Καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο νέας μείωσης των βασικών επιτοκίων – πιθανώς κάτω ακόμη και από το όριο του 2% έως το τέλος του 2025 – οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση. Ο λόγος; Η θεαματική υποχώρηση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) που δημιουργεί σημαντικά περιθώρια ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους θέσης.
Κατάρρευση των κόκκινων δανείων: Από τα 6 δισ. στα 5 δισ. ευρώ
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στα τέλη του 2024 το σύνολο των ΜΕΔ είχε περιοριστεί στα 5,98 δισ. ευρώ. Οι εξελίξεις του πρώτου τριμήνου του 2025 επιβεβαιώνουν περαιτέρω πρόοδο, με τα ανοίγματα να υποχωρούν ακόμη περισσότερο – στα περίπου 5 δισ. ευρώ. Παράλληλα, ο συνολικός δείκτης ΜΕΔ για τις μη συστημικές τράπεζες μειώθηκε στο εντυπωσιακό 6,1%, από 37,6% μόλις το προηγούμενο έτος. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εξυγίανση διαδραμάτισαν η Attica Bank και η Παγκρήτια Τράπεζα.
Από τις τιτλοποιήσεις στην οργανική μείωση: Νέα στρατηγική για τις τράπεζες
Η μείωση των κόκκινων δανείων τα προηγούμενα χρόνια επιτεύχθηκε κυρίως μέσω τιτλοποιήσεων και πώλησης χαρτοφυλακίων. Πλέον, η τάση αλλάζει: οι τράπεζες στρέφονται σε πιο «οργανικά» μέσα, δηλαδή με αύξηση της χορήγησης νέων δανείων και με ρυθμίσεις που επαναφέρουν «ταλαιπωρημένα» δάνεια σε καθεστώς κανονικής εξυπηρέτησης.
Απελευθέρωση προβλέψεων: Ένα «έξτρα μπόνους» ρευστότητας
Καθώς μειώνονται τα κόκκινα δάνεια, οι τράπεζες χρειάζονται μικρότερες προβλέψεις για ζημιές, γεγονός που απελευθερώνει σημαντικά ποσά κεφαλαίων. Ήδη από το πρώτο τρίμηνο του 2025 καταγράφηκε μείωση στις προβλέψεις, καθώς δεν παρουσιάστηκαν νέες επισφάλειες. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα επιπλέον κεφάλαια είτε για επενδύσεις είτε για να ενισχύσουν την κερδοφορία τους, ειδικά τώρα που τα μειωμένα επιτόκια πιέζουν τα έσοδα από τόκους.
Ποσοστά κάλυψης και ασφάλειας: Οι τράπεζες θωρακισμένες
Ο δείκτης κάλυψης των ΜΕΔ με προβλέψεις μειώθηκε στο 40,7% στα τέλη του 2024 (από 45,7%), κυρίως λόγω διαγραφών δανείων που ανήλθαν στο 7% των συνολικών ΜΕΔ. Παρά τη μείωση αυτή, οι προβλέψεις σε απόλυτα μεγέθη παραμένουν υψηλές – 2,4 δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό αυτό είναι κατά 0,7% χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Παράλληλα, η κάλυψη με εμπράγματες εξασφαλίσεις, όπως υποθήκες, αγγίζει το 67,7% για τα συνολικά ΜΕΔ και το 68% για εκείνα υπό ρύθμιση. Συνυπολογίζοντας προβλέψεις και εξασφαλίσεις, η κάλυψη υπερβαίνει την αξία των δανείων, φθάνοντας το 108,4%.
Πλεονάζοντα κεφάλαια και περιορισμένο ρίσκο
Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες διατηρούν σωρευμένες προβλέψεις που ξεπερνούν τα 3,6 δισ. ευρώ – ποσό που μπορεί να λειτουργήσει ως «μαξιλάρι» σε περίπτωση αναταράξεων. Με τον δείκτη αθέτησης να παραμένει στο χαμηλό επίπεδο του 0,4% και τον ρυθμό επαναφοράς των ΜΕΔ σε κανονική εξυπηρέτηση να φτάνει το 3,9% (μετά από ρυθμίσεις), η συνολική εικόνα δείχνει σταθεροποίηση και μειούμενο κίνδυνο.
Συμπέρασμα: Οι τράπεζες κερδίζουν από τη σταθερότητα
Η σταδιακή εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος μέσω της υποχώρησης των κόκκινων δανείων μεταφράζεται σε ενίσχυση της ρευστότητας και μείωση του κινδύνου. Καθώς η ΕΚΤ ετοιμάζεται να μειώσει τα επιτόκια, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση για να αξιοποιήσουν το θετικό momentum και να διατηρήσουν την κερδοφορία τους, ακόμη και σε περιβάλλον χαμηλότερων περιθωρίων δανεισμού.